πυκνῆς

πυκνῆς
πυκνάζω
to be frequent
fut ind act 2nd sg (doric)
πυκνός
close
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γαζί — Κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 8.018 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * το 1. είδος πυκνής και στερεάς ραφής που γίνεται με ραπτομηχανή ή με το χέρι 2. κέντημα 3. φρ. «με δουλεύει ψιλό γαζί»… …   Dictionary of Greek

  • SCUTULA — I. SCUTULA Graece σκυτάλη, apud Carsarem de Bello Civ. l. 3. c. 40. quatuor biremes subiectis scutulis impulsas vectibus in interiorem partem transduxit: phalanga est et virga, quae subiciuntur navibus, ad eas in mare deducendas et impellendas.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άσκηση — Η πρώτη σημασία του όρου είναι η φυσική ά. του σώματος, η γυμναστική· αργότερα όμως πήρε και μια έννοια ηθική, σύμφωνα με την οποία, όπως ασκούμε το σώμα για να γίνουμε δυνατότεροι σωματικά, έτσι μπορούμε να γίνουμε και πνευματικά καλύτεροι… …   Dictionary of Greek

  • αναχλόαση — η η δημιουργία πυκνής χαμηλής βλάστησης σε εδάφη τα οποία εμφανίζουν διάβρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχλοάζω. Η λ., ως απόδοση του γαλλ. gazonnement, μαρτυρείται από το 1895 από τον οικονομολόγο Γεώργιο Κοφινά στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • δάσος — Έκταση ακαλλιέργητου εδάφους, στο οποίο αναπτύσσονται ελεύθερα δέντρα με ψηλό κορμό, σε ενώσεις με άλλες βλαστικές μορφές, όπως είναι οι θάμνοι, οι πόες και τα θαλλόφυτα, που διατάσσονται σε ορόφους και από τους οποίους ο ανώτερος συγκροτείται… …   Dictionary of Greek

  • θρύαλλον — θρύαλλον, τὸ (Α) βροχή πυκνής στάχτης και φωτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρύον + αλλον (πρβλ. γνάφ αλλον) ή < θρυαλλίς, με υποχωρητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • ισημερινός — Ο ιδεατός κύκλος που σχηματίζεται στην επιφάνεια της Γης, αν κόψουμε τη γήινη σφαίρα με ένα επίπεδο το οποίο διέρχεται από το κέντρο της και είναι κάθετο στον άξονα περιστροφής της. Η γωνία την οποία σχηματίζει η ακτίνα της Γης που διέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • νάρδος — Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την… …   Dictionary of Greek

  • ναυτόφωνο — το συσκευή η οποία εκπέμπει έντονα ηχηρά σήματα και χρησιμοποιείται από τους ναυτικούς κατά τη διάρκεια πυκνής ομίχλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + φωνο (< φωνος < φωνή)] …   Dictionary of Greek

  • πλανήτης — (Αστρον.). Ουράνιο σώμα ετερόφωτο, που στρέφεται γύρω από τον Ήλιο. Εξαιτίας της κίνησης αυτής, οι π. φαίνονται να μετακινούνται στην ουράνια σφαίρα, σε αντίθεση προς τους άλλους αστέρες, τους απλανείς, που φαίνονται ακίνητοι στον ουράνιο θόλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”